- φωσφόρος
- Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού βραχύτατες, από 0,3 δευτ. έως 25 ημέρες. Από τα ισότοπα αυτά μόνο το Ρ32 χρησιμοποιείται ως στοιχείο-ιχνηθέτης. Ο φ. δεν συναντάται ελεύθερος στη φύση, επειδή οξειδώνεται πολύ εύκολα, είναι όμως αρκετά διαδεδομένος με τη μορφή φωσφορικών ενώσεων. Τα σημαντικότερα ορυκτά του είναι οι απατίτες και οι φωσφορίτες. Περιέχεται σε όλα γενικά τα σπονδυλωτά και στον ανθρώπινο οργανισμό (σε ποσοστό 0,9%) βρίσκεται κυρίως στον μυϊκό, στον οστεώδη και στον νευρικό ιστό. Στον φυτικό κόσμο απαντά, στις σύμπλοκες βιταμίνες· στα καλλιεργήσιμα εδάφη αποτελεί το 0,2% και στον γήινο φλοιό αντιπροσωπεύει γενικά το 0,1-0,12%. Ο φ. παρουσιάζεται σε διάφορες αλλοτροπικές μορφές, ως κίτρινος, ερυθρός ή μελανός φ. Ο κίτρινος, αυτός που λέγεται κοινά φ., είναι στερεός, εύπλαστος όπως το κερί, με λευκό - υποκίτρινο χρώμα, παραμένει αδιάλυτος στο νερό και διαλύεται εύκολα στον διθειάνθρακα. Τήκεται στους 44°C και βράζει στους 280°C, ενώ στους 35-40°C αναφλέγεται απότομα στον αέρα επειδή έχει μεγάλη συγγένεια με το οξυγόνο. Είναι πολύ δραστικός, ενώνεται ζωηρά με όλα σχεδόν τα στοιχεία, εμφανίζει το φαινόμενο του φωσφορισμού (που οφείλεται σε βραδεία οξείδωση) και είναι ισχυρότατο δηλητήριο, ικανό να προκαλέσει, σε ποσότητες μικρότερες του γραμμαρίου, ταχύτατο θάνατο. Παρασκευάζεται αν θερμανθούν σε ηλεκτρικές καμίνους τα ορυκτά του με πυρίτιο και άνθρακα. Το προϊόν που παράγεται διατηρείται μέσα στο νερό. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή του φωσφορικού οξέος, των καπνογόνων και των εμπρηστικών υγρών. Ο κίτρινος φ. είναι μια ασταθής μορφή, που τείνει να μεταβληθεί σε σταθερή (ερυθρός φ.), στη συνήθη όμως θερμοκρασία η ταχύτητα μετασχηματισμού είναι ελάχιστη.
Ο ερυθρός φ. διαφέρει από τον προηγούμενο. Δεν φεγγοβολεί στο σκοτάδι, είναι πολύ λιγότερο δηλητηριώδης, δεν οξειδώνεται τόσο εύκολα και παραμένει αδιάλυτος στον διθειάνθρακα. Παρασκευάζεται αν ο κίτρινος φ. θερμανθεί γύρω στους 300°C σε περιβάλλον χωρίς αέρα και με παρουσία καταλυτών. Χρησιμοποιείται στα πυροτεχνήματα και στα σπίρτα. Ο μελανός φ. είναι στερεός, υπόφαιος, με μεταλλική στιλπνότητα. Παρασκευάζεται αν ο κίτρινος φ. θερμανθεί γύρω στους 200°C με ισχυρότατη πίεση (12.000 Kg/cm2). Χρησιμοποιείται σε φωσφορικές ενώσεις που έχουν ευρύτατη εφαρμογή στη χημική βιομηχανία.
Οι κύριες ενώσεις του φ. είναι το φωσφορικό οξύ, τα φωσφορικά, τα φωσφοριούχα, τα οργανοφωσφορικά. Παρασκευάσματά του είναι η φωσφορίνη, οι χλωριούχες ενώσεις του και τα θειοφωσφορικά.
φωσφορικά. Από τις ενώσεις του φ., περισσότερο ενδιαφέρον έχει το φωσφορικό οξύ (Η3ΡΟ4). Στο μόριό του περιέχονται τρία άτομα υδρογόνου, τα οποία μπορούν vα αντικατασταθούν και να δώσουν τρεις διαφορετικούς τύπους αλάτων: πρωτοταγή φ. (το μέταλλο αντικαθιστά ένα μόνο άτομο υδρογόνου), δευτεροταγή (αντικαθιστά δύο άτομα) και τριτοταγή, στα οποία αντικαθιστά και τα τρία άτομα του υδρογόνου. Οι χημικές και φυσικές ιδιότητες των φ. ποικίλλουν και εξαρτώνται από το μέταλλο που αντικαθιστά το υδρογόνο. Τα φ. των αλκαλικών π.χ. μετάλλων είναι και τα τρία διαλυτά στο νερό, ενώ από τα φ. των αλκαλικών γαιών διαλυτά είναι μόνο τα πρωτοταγή.
Από τα φ. περισσότερες εφαρμογές έχουν το μονοαμμωνιακό και τα τρία φ. του νατρίου, ενώ του ασβεστίου χρησιμοποιούνται ως λιπάσματα, γνωστά ως υπερφωσφορικά. Παρασκευάζονται από το τριασβέστιο φ. άλας με ελεγχόμενη, κατά την επεξεργασία, δόση θειικού οξέος ή με φ.οξύ. Οι σχετικές αντιδράσεις είναι:
Ca3(PO4)2 + 2H2SO4 + H2O >Ca(H2PO
4)2 .
H2O + 2CaSO4 και
Ca3(PO4)3 + 4H2PO4 + 3H2O > 3Ca(H 2PO4)2 .
H2O.
Τα φ. μπορούν να παραχθούν βιομηχανικά ή βρίσκονται στη φύση με τη μορφή συσσωματωμάτων (φωσφορίτες κλπ.), ως κρητίδες ή ως φωσφατική άμμος ή είναι κρυσταλλικής φύσης (απατίτης, φωσφοσιδερίτης κλπ.). Τα φ. συσσωματώματα είναι ενώσεις κυρίως από φ. τριασβέστιο με 15-32% φ. ανυδρίτη (P2Ο3). Τα σημαντικότερα κοιτάσματά του βρίσκονται στην Αλγερία, στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και στην Τυνησία. Φυσικά φ. συσσωματώματα φυσικής προέλευσης είναι το γκουανό και κοπρόλιθοι και αποτελούνται από απολιθωμένα ζωικά υπολείμματα· έχουν χρώμα υπόλευκο ή φαιό και είναι πλουσιότατα σε φ. τριασβέστιο (15%). Κοιτάσματα του τύπου αυτού υπάρχουν στη Γαλλία, στην Αγγλία, στη Νότια Αμερική κ.α. Το δισαμμωνιακό φ.(ΝΗ4)2ΗΡΟ4 παρασκευάζεται βιομηχανικά σε ευρεία κλίμακα, επειδή έχει ευρεία εφαρμογή στη γεωργία ως φωσφοροαζωτούχο λίπασμα, πλούσιο σε δραστικές βασικές ουσίες. Το τρινατριούχο φωσφορικό (Na3PO4) χρησιμοποιείται επίσης στη γεωργία ως λίπασμα και στη βιομηχανία των απορρυπαντικών με την εμπορική ονομασία τρινάλ. Οι κυριότερες παραγωγοί χώρες είναι οι ΗΠΑ (53,6% της παγκόσμιας παραγωγής), το Μαρόκο (21%) και η Τυνησία (7,8%).
φωσφάτωση. Επιφανειακή επεξεργασία, με φωσφορικά διαλύματα, σε μερικά μεταλλικά υλικά με σκοπό να προστατευτούν από τους εξωτερικούς παράγοντες. Εφαρμόζεται κυρίως στα σιδηρούχα υλικά, αλλά και στον ψευδάργυρο και στα κράματά του. Η μέθοδος της φ. εφαρμόζεται μετά από τρίψιμο, αποσκορίωση και καθαρισμό με άμμο. Tο σίδερο βυθίζεται σε θερμό διάλυμα φωσφορικών μεταλλικών αλάτων που έχει γίνει όξινο και φωσφορικό οξύ. Το οξύ προσβάλλει τον σίδηρο και το διάλυμα, καθώς εξουδετερώνεται κατά την επαφή του με την επιφάνεια, καθιζάνει επάνω σε αυτήν τα αδιάλυτα φωσφορικά άλατα των μετάλλων και αυτά αποτελούν το προστατευτικό στρώμα. Τη φ. των σιδηρούχων υλικών, που ακολουθείται συχνά από βερνίκωμα, εφαρμόζουν ως προστατευτική επεξεργασία πολλές βιομηχανίες, όπως η ναυπηγική, η αεροναυτική, των αυτοκινήτων και των οικιακών σκευών.
Ιατρική. Ο φ. είναι κύριο συστατικό της ζώσας ύλης, στην οποία βρίσκεται ως φωσφορική ένωση (ορθοφωσφορικό, πυροφωσφορικό, τριφωσφορικό παράγωγο κλπ.) ή σε οργανικές ενώσεις φωσφοριλιωμένες· από τα γνωστότερα και πιο ενδιαφέροντα παράγωγα είναι τα νουκλεϊνικά οξέα, το αδενοσινοτριφωσφορικό, τα φωσφολιπίδια.
Στον ανθρώπινο οργανισμό, ο φ. είναι συγκεντρωμένος κυρίως στον ιστό των οστών με τη μορφή φωσφορικών αλάτων ασβεστίου και μαγνησίου. Oι ημερήσιες ανάγκες του ενηλίκου είναι περίπου 1,5 γραμ. τις οποίες καλύπτει με τις τροφές, (κίτρινο του αβγού, μαγιά της μπίρας, αμύγδαλα, μικρές σαρδέλλες, ξηρά τυριά, κρέας, δημητριακά). Στη θεραπευτική, η εφαρμογή του φ. είναι περιορισμένη σε μερικές οργανικές ενώσεις του, που αποδεικνύονται χρήσιμες ως αναρρωτικά και νευροτονωτικά. Ο ερυθρός φ. είναι βιολογικά αδρανής.
Ερυθρός φώσφορος.
Ημιθειούχο παράγωγο του φωσφόρου, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή σπίρτων.
Φωσφοριούχο ασβέστιο .
Σιδηροφώσφορος.
* * *ο / φωσφόρος, -ον, ΝΑ, και ποιητ. τ. φαοσφόρος και φαεσφόρος, -ον, Ανεοελλ.1. χημ. αμέταλλο χημικό στοιχείο, με σύμβολο Ρ και ατομικό αριθμό 15, που ανήκει στην ομάδα Va, δηλαδή τού αζώτου, τού περιοδικού συστήματος, ευρύτατα διαδεδομένο στη φύση, ισχυρό αναγωγικό μέσο και ύψιστης βιολογικής σπουδαιότητας2. τεχνολ. κοινή ονομασία τών διαφόρων φθοριζουσών ουσιών3. φρ. α) «κύκλος φωσφόρου»(βιοχ.) η κυκλοφορία τού φωσφόρου σε διάφορες μορφές μέσα στη φύσηβ) «άνευ θείου και φωσφόρου» — λέγεται για πράγμα ήσσονος σημασίας ή για πράγμα ευτελές και ανούσιοαρχ.1. αυτός που έχει ή εκπέμπει φως («φωσφόρος ἀστήρ» — προσωνυμία τού Διονύσου κατά την τέλεση τών μυστηρίων, Αριστοφ.)2. (ως προσωνυμία θεών, λ.χ. τής Εκάτης, τής Ήρας, τής Αρτέμιδος ή τού Ηφαίστου) αυτός που φέρει πυρσό, λαμπάδα («ὦ φωσφόρ' Ἑκάτη, πέμπε φάσματ' εὐμενῆ», Ευρ.)3. (στην ποίηση) χαρακτηρισμός τών οφθαλμών («φωσφόρα ὄμματα», Πλάτ.)4. το αρσ. ως ουσ. ὁ φωσφόροςα) (ενν. ἀστήρ) το άστρο τής αυγής, ο Αυγερινός, ο πλανήτης Αφροδίτηβ) ονομασία αλοιφής για τα μάτια5. το θηλ. ως ουσ. ἡ φωσφόρος(ως προσωνυμία ιέρειας) αυτή που φέρει πυρσό.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαεσφόρος < θ. φαεσ- τού σιγμόληκτου ουδ. φάος / φῶς* + -φόρος*. Ο τ. φαοσφόρος έχει πιθ. σχηματιστεί από την αιτ. τής λ. φάος, ενώ ο τ. φωσφόρος < φαοσφόρος με συναίρεση. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. phosphorus < φωσφόρος].
Dictionary of Greek. 2013.